ξεπλατίζω

ξεπλατίζω
ξεπλάτισα, ξεπλατίστηκα, ξεπλατισμένος
1. αφαιρώ, βγάζω την πλάτη κάποιου.
2. μτφ., κουράζω υπερβολικά κάποιον με βάρος στους ώμους ή τα χέρια: Ξεπλατίστηκα να κρατώ στην αγκαλιά μου όλη τη μέρα το μωρό.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ξεπλατίζω — ξεπλατίζω, ξεπλάτισα βλ. πίν. 33 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ξεπλατίζω — 1. εξαρθρώνω την ωμοπλάτη κάποιου 2. καταπονώ τους ώμους ή την πλάτη κάποιου με βαρύ φορτίο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξ(ε) * + πλάτη] …   Dictionary of Greek

  • ξεπλάτισμα — το [ξεπλατίζω] 1. εξάρθρωση τής ωμοπλάτης 2. καταπόνηση από βαρύ φορτίο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”