- ξεπλατίζω
- ξεπλάτισα, ξεπλατίστηκα, ξεπλατισμένος1. αφαιρώ, βγάζω την πλάτη κάποιου.2. μτφ., κουράζω υπερβολικά κάποιον με βάρος στους ώμους ή τα χέρια: Ξεπλατίστηκα να κρατώ στην αγκαλιά μου όλη τη μέρα το μωρό.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.